Κάνοντας πολλούς κύκλους και μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε να βρει μια θέση parking για το Φιατάκι του στην πολυσύχναστη παραλία καμιά εκατοστή μέτρα από την ψαροταβέρνα που είχε προσκαλέσει τον παλιό του φίλο για μια συνάντηση μετά από τόσα χρόνια.
Μέσα στη ζέστη του μεσημεριού και με βιαστικό βήμα προχώρησε προς το εστιατόριο. Ο παλιός του συμμαθητής δεν είχε ακόμη εμφανιστεί. Με πολύ κόπο διεκδίκησε το μοναδικό κενό τραπέζι που μόλις είχε αδειάσει, παραμέρισε τη λαδόκολλα με τα σερβίτσια των προηγούμενων και άναψε αποκαμωμένος τσιγάρο βλέποντας τη θάλασσα.
Καθώς περίμενε τη στιγμή της συνάντησης με μια αδιόρατη αγωνία, οι εικόνες της εφηβικής τους ζωής, που μοιράζονταν ακόμη και το κουλούρι στα διαλείμματα του δημόσιου σχολείου, πέρασαν γρήγορα απ’ το μυαλό του.
Ξαφνικά και ενώ ήταν βυθισμένος στους συλλογισμούς του είδε μια ανοιχτή διθέσια alfa romeo να γλιστρά σαν μαύρος αίλουρος τραβώντας όλα τα βλέμματα πάνω της και να παρκάρει με θράσος μπροστά στα τραπέζια. Κανείς σερβιτόρος δεν τόλμησε να κάνει παρατήρηση.
Είπαν πολλά, ήπιαν πολύ και φάγανε δύο τσιπούρες.
Αφού τελείωσαν το γεύμα τους με τις χιλιάδες αναμνήσεις, έδωσαν υπόσχεση ότι θα ξαναβρεθούν σύντομα.
-Kαλά βρε Γιώργο, πώς μπόρεσες και πήρες απ’ την πιατέλα τη μεγάλη τσιπούρα ; Δεν ήταν και τόσο ευγενικό εκ μέρους σου…
-Εσύ δηλαδή Kώστα τι θα έκανες ; του αποκρίθηκε εκείνος.
-Μα φυσικά θα έπαιρνα την μικρότερη από ευγένεια.
- Ε λοιπόν τι παραπονιέσαι. Ούτως ή άλλως αυτήν πήρες!
Rich man / Poor man